- αποστατικως
- ἀποστατικῶςἀποστᾰτικῶςмятежно
ἀ. ἔχειν Plut. — быть мятежно настроенным
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀ. ἔχειν Plut. — быть мятежно настроенным
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀποστατικῶς — ἀποστατικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποστατικός — ή, ό (ΑΜ ἀποστατικός, ή, όν) 1. αυτός που ρέπει προς την αποστασία 2. αυτός που έχει τάση για σχηματισμό αποστήματος μσν. φρ. «ἀποστατικός λόγος» ασύνδετος λόγος αρχ. φρ. «ἀποστατικῶς ἔχω» έχω διάθεση ή είμαι έτοιμος για επανάσταση … Dictionary of Greek